καρτέλο

καρτέλο
το
1. (για πόρνη) η καταγραμμένη από την αστυνομία
2. φρ. «αρτίστας ντι καρτέλο» — ο μεγάλος καλλιτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cartello].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”